- μοντέρ
- οφωτογράφος ή τεχνικός τού κινηματογράφου ή τής τηλεόρασης ο οποίος κάνει το μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. monteur, -euse < ρ. monter (βλ. μοντάζ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καρκανεβάτος, Παναγιώτης — (Σέρρες 1962 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου, διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ. Σπούδασε την τέχνη του κινηματογράφου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από το 1984 εργάστηκε ως διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ. Γύρισε αρκετές ταινίες μικρού… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Βερτόφ, Τζίγκα — (Dziga Vertov, Μπιαλιστόκ, Πολωνία 1896 – Μόσχα 1954). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του πολωνοεβραϊκής καταγωγής Ρώσου σκηνοθέτη, μοντέρ και θεωρητικού του κινηματογράφου Ντένις Αρκαντίεβιτς Κάουφμαν (Dennis Arkadievitch Kaufman, της γνωστής… … Dictionary of Greek
Γρηγοράτος, Διονύσης — (Πειραιάς 1938 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Λονδίνο και το 1961 ίδρυσε στον Πειραιά κινηματογραφική λέσχη. Στον κινηματογράφο εργάστηκε ως σκηνοθέτης και μοντέρ. Ξεχώρισε για το πολιτικό ντοκιμαντέρ, στο οποίο φαίνεται η… … Dictionary of Greek
Καραγιάννης, Κώστας — (Αθήνα 1932 – 1993). Σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Γαλλία για να σπουδάσει υφαντουργός, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως βοηθός σκηνοθέτη. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ασχολήθηκε με… … Dictionary of Greek
Καρατζόπουλος, Αντώνης — (Αθήνα 1932 –). Παραγωγός του κινηματογράφου, διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ. Γιος του επίσης παραγωγού Ιωάννη Καρατζόπουλου, ξεκίνησε το 1955 να εργάζεται στις ταινίες ως διευθυντής φωτογραφίας και οπερατέρ. Έπειτα από μια σύντομη πορεία… … Dictionary of Greek
Κατσουρίδης, Ντίνος — (Λευκωσία 1927 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Εργάστηκε ως φωτογράφος πλατό, βοηθός οπερατέρ, μοντέρ, διευθυντής φωτογραφίας και διευθυντής παραγωγής. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με το αστυνομικό… … Dictionary of Greek
Καψάσκης, Σωκράτης — (Ζάκυνθος 1928 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως μοντέρ. Επίσης, ίδρυσε την κινηματογραφική αίθουσα τέχνης Studio, όπου προβλήθηκαν σημαντικές ταινίες του διεθνούς… … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
Μπλούμφοντεϊν — (Bloemfontein). Πόλη (περ. 300.000 κάτ.) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, πρωτεύουσα του Ελεύθερου κράτους της Οράγγης (127.338 τ. χλμ., 2.859.081 κάτ.). Ιδρύθηκε το 1852 σε υψόμετρο 1.500 μ. στο υψίπεδο που ορίζεται από τις κοιλάδες των ποταμών … Dictionary of Greek